πλοώδης
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
πλοώδες, swimming, floating: metaph., loose, slack, κληΐς Hp. Art.14.
German (Pape)
[Seite 638] ες, schwimmend, und übertr., irrend, schwankend, unstät, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλοώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., χαλαρός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
-ες, Α πλόος / πλούς]
1. αυτός που πλέει, που επιπλέει
2. μτφ. ασταθής, χαλαρός («πλοώδης κληΐς» — χαλαρός σύρτης πόρτας, Ιπποκρ.).