βραχιονιστήρ
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, armlet, Plu.Rom.17, Tz.H.13.48.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
brazal χρυσοί de los llevados por los sabinos, Plu.Rom.17, cf. Tz.Ep.97, H.3.705, 13.42.
German (Pape)
[Seite 461] ῆρος, ὁ, Armband, Plut. Rom. 17.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bracelet.
Étymologie: βραχίων.
Syn. ἀμφιδέαι, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχιονιστήρ -ῆρος, ὁ βραχίων armband.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχῑονιστήρ: ῆρος ὁ браслет Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῑονιστήρ: ῆρος, ὁ, ψέλλιον, Λατ. torques, Πλουτ. Ρωμ. 17.
Greek Monotonic
βρᾰχῑονιστήρ: -ῆρος, ὁ, περιβραχιόνιο, κοντό μανίκι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from βραχίων
an armlet, Plut.