δυναμερός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰμερός Medium diacritics: δυναμερός Low diacritics: δυναμερός Capitals: ΔΥΝΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: dynamerós Transliteration B: dynameros Transliteration C: dynameros Beta Code: dunamero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A potent, of drugs: hence as Subst., φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)
1. δυνατός, ισχυρός
2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή
αρχ.-μσν.
(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.