εὐχυμία
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ,
A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr. CP 6.11.4.
II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.
2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.
Russian (Dvoretsky)
εὐχῡμία: ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.
Greek Monolingual
η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.