διάμεστος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
διάμεστον, brim-full, Antiph.246; δ. εἰς τὸ ἥμισυ exactly half full, Arist.Pr.922b36.
Spanish (DGE)
-ον
lleno completamente c. gen. τῶν πολλάκις θρυλουμένων (βρωμάτων) Antiph.240.3, τῶν ὑείων Macho 461, εἰς τὸ ἥμισυ δ. lleno hasta la mitad Arist.Pr.922b36, μυκηθμοῦ καὶ στόνου διάμεστον ἦν (τὸ θέατρον) Eun.VS 10.5.2
•medic. pleno del pulso regular al tacto, Gal.19.404.
German (Pape)
ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II.45a; Arist. Probl. 19.50.
Russian (Dvoretsky)
διάμεστος: наполненный (εἰς τὸ ἥμισυ πίθος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διάμεστος: -ον, ἐντελῶς, πλήρης, Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14· δ. εἰς τὸ ἥμισυ, ἀκριβῶς κατὰ τὸ ἥμισυ γεμᾶτος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 50.
Greek Monolingual
διάμεστος, -ον (Α) μεστός
κατάμεστος.