κυνάρα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
[ᾰρ], ἡ, = κινάρα, S.Fr.348, cf. Scyl. or Polemoap.Ath.2.70c, Gal.6.636; ἄκανθα κυνάρα Hecat.291 J.:—also κύναρος ἄκανθα S.Fr.718 (expl. as = κυνόσβατος by Did. ap. Ath.l.c.).
German (Pape)
ἄκανθα, = κυνόσβατος od. κινάρα, Soph. und A. bei Ath. II.70a.
Russian (Dvoretsky)
κῠνάρα: (νᾰ) ἡ Soph. = κυνάκανθα.
Greek (Liddell-Scott)
κυνάρα: ἡ, πιθανῶς = κυνόσβατος, ἢ ἴσως τὸ αὐτὸ καὶ κινάρα (ἴδε παρ’ Ἀθην. 70Α), Σοφ. Ἀποσπ. 318, Σκύλ. παρ’ Ἀθην. 70C· καλουμένη καὶ κύναρος ἄκανθα, Ἑκαταῖ. 172, Σοφ. Ἀποσπ. 643.