καταχραίνομαι
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
French (Bailly abrégé)
barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.
Greek Monotonic
καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.
German (Pape)
besprengen, Leon.Tar. (VII.657) γάλακτι.
Russian (Dvoretsky)
καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).
Middle Liddell
Dep. to besprinkle, Anth.