μαλακιάω
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
become soft, τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
weichlich, schwächlich sein, αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι, Xen. Cyn. 5.2, die an den Nasen leiden oder schwache Nasen haben; μαλακιῶ τὸ σῶμα, Luc. Lexiph. 2; Plut. sagt auch ἂν οἱ βόες εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, S. N. V. 16. In B.A. μαλακιῆν durch τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν erklärt.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκιάω: (тж. μ. τὸ σῶμα Luc.) быть слабым или болезненным, прихварывать: μ. εἰς τὰς χηλάς Plut. иметь слабые или больные копыта; αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας Xen. собаки с плохо развитым обонянием.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκιάω: ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Πλουτ. ἀντὶ μαλκίω, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκιάω: = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.
Middle Liddell
μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.]