οἰνοποτάζω
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
drink wine, Il.20.84, Od.6.309, 20.262, Anacr.94.1, Phoc.11.
French (Bailly abrégé)
boire du vin.
Étymologie: οἰνοπότης.
German (Pape)
poet. = οἰνοποτέω, mit verstärkter Bdtg; Il. 20.84, Od. 6.309, 20.262; Phocyl. bei Ath. X.428b.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοποτάζω: пить вино Hom., Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοποτάζω: πίνω οἶνον, Ἰλ. Υ. 84, Ὀδ. Ζ. 309, Υ. 262, Ἀνακρ. 94, Φωκυλ. 11· - οὕτως, οἰνοποτέω, Ἀθήν. 460C, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄, 4).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
οἰνοποτάζω (Α) οινοπότης
(ποιητ. παλαιότ. τ. του οἰνοποτῶ) πίνω κρασί.
Greek Monotonic
οἰνοποτάζω: (ποτόν), μόνο στον ενεστ., πίνω κρασί, σε Όμηρ.