νυκτερέτης

From LSJ
Revision as of 14:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερέτης Medium diacritics: νυκτερέτης Low diacritics: νυκτερέτης Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΤΗΣ
Transliteration A: nykterétēs Transliteration B: nykteretēs Transliteration C: nykteretis Beta Code: nuktere/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.

German (Pape)

ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI.11).

Russian (Dvoretsky)

νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.

Greek Monolingual

νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ-ερέτης)].

Greek Monotonic

νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,
one who rows by night, Anth.