νυκτοπορέω

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπορέω Medium diacritics: νυκτοπορέω Low diacritics: νυκτοπορέω Capitals: ΝΥΚΤΟΠΟΡΕΩ
Transliteration A: nyktoporéō Transliteration B: nyktoporeō Transliteration C: nyktoporeo Beta Code: nuktopore/w

English (LSJ)

go or travel by night, X.Cyr.5.1.20, Str.15.2.6, etc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
voyager de nuit.
Étymologie: νύξ, πόρος.

German (Pape)

bei Nacht reisen, marschieren; Xen. Cyr. 5.1.19; Pol. 5.6.6. S. νυκτιπορέω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτοπορέω: передвигаться ночью, совершать ночной переход Xen., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπορέω: πορεύομαι, ὁδοιπορῶ διὰ νυκτός, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 19· - νυκτοπορία, ἡ, ἡ διὰ νυκτὸς πορεία, Πολύβ. 5. 7, 3, κτλ.· - νυκτοπόρος, ον, ὁ ὁδοιπορῶν διὰ νυκτός, Ὀππ. Κυν. 3. 268· νυκτιπόρος, αὐτόθι 1. 440.

Greek Monotonic

νυκτοπορέω: (πόρος), μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ κατά τη νύχτα, σε Ξεν.

Middle Liddell

νυκτο-πορέω, fut. -ήσω πόρος
to travel by night, Xen.