τρικότυλος
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)),
A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324.
II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.
German (Pape)
drei Kotylen haltend, Ar. Thesm. 748.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκότῠλος: содержащий три котилы (т. е. 0.822 л) Arph., Men.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δικότυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρικότυλος -ον [τρι -, κοτύλη] met een inhoud van drie kotylai.