ἀποδημητής

From LSJ
Revision as of 16:47, 18 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητής Medium diacritics: ἀποδημητής Low diacritics: αποδημητής Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΗΣ
Transliteration A: apodēmētḗs Transliteration B: apodēmētēs Transliteration C: apodimitis Beta Code: a)podhmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who goes abroad, one who is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjero op. ἐνδημότατος Th.1.70.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui voyage à l'étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.

German (Pape)

ὁ, der gern außer Landes ist und Reisen macht, Thuc. 1.70, Gegensatz ἐνδημότατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδημητής: οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.

Greek Monolingual

ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.

Greek Monotonic

ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from ἀποδημέω
one who goes abroad, Thuc.