ἰχθύκεντρον
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
τό,
A trident, Poll.10.133, Paus.Gr.Fr.216: ἰχθῠόκεντρον, Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1275] τό, = ἰχθυόκεντρον, Poll. 10, 133.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθύκεντρον: τό, τρίαινα, «καμάκι», Πολυδ. Ι΄, 133· ἰχθυόκεντρον, Ἡσύχ. Σουΐδ.