κατανομή
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ,
A pasture, προβάτων PIand.26.33 (i A.D.), cf. Sch.Ar. Av.769, Sch.S.Tr.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, die Weide, Schol. Ar. Av. 769 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατανομή: ἡ, νομή, βοσκή, τόποι νομῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 769, κτλ.