διαδαίομαι

From LSJ
Revision as of 21:35, 17 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;
partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.
Étymologie: διά, δαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).

German (Pape)

medium (s. δαίομαι), verteilen; in tmesi Il. 9.333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7.75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8.121; ἐς φυλάς 4.145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1.51. – Vgl. διαδατέομαι.