ῥωποπερπερήθρα

From LSJ
Revision as of 17:32, 8 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωποπερπερήθρα Medium diacritics: ῥωποπερπερήθρα Low diacritics: ρωποπερπερήθρα Capitals: ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑ
Transliteration A: rhōpoperperḗthra Transliteration B: rhōpoperperēthra Transliteration C: ropoperperithra Beta Code: r(wpoperperh/qra

English (LSJ)

ἡ, (πέρπερος) empty swaggering, empty boasting, empty braggart talk, Com.Adesp.294 (restored fr. Plu.Dem.9).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
langue de commère, càd bavard, qui parle à tort et à travers.
Étymologie: ῥῶπος, πέρπερος.

German (Pape)

ἡ, = ῥωποπερπερήθρας.

Russian (Dvoretsky)

ῥωποπερπερήθρα: ἡ, v.l. ῥωποπερπερήθρας, ου ὁ болтун, пустомеля Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωποπερπερήθρα: ἡ, (πέρπερος) χυδαία καὶ ποταπὴ φλυαρία, ἀπῆλθ’ ἔχων Δημοσθένους τὴν ῥωποπερπερήθραν Διογ. Λ. 2. 108 (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 618), ἀντὶ ῥωποστωμυλήθρα, ἐκ τοῦ Πλουτ. Δημ. 9· «ῥωποπερπερήθρα τις προσερρήθη ἐπὶ χυδαιότητι καὶ φλυαρίᾳ σκωπτόμενος» Εὐστ. 927, 56· «εἰς ῥωποπερπερήθραν σκώπτεσθαι» ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 106, 95, 224, 70.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
χυδαία και ανόητη φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].