τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: πορθμευτής | Medium diacritics: πορθμευτής | Low diacritics: πορθμευτής | Capitals: ΠΟΡΘΜΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: porthmeutḗs | Transliteration B: porthmeutēs | Transliteration C: porthmeftis | Beta Code: porqmeuth/s |
οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.
[Seite 683] ὁ, = Vorigem, Sp., vgl. Lob. Phryn. 376.
πορθμευτής: Δωρ. -τάς, ὁ, = πορθμεύς, Εὐστ. 1888. 10· π. φωτός, ὁ φέρων τὸ φῶς, Συνεσ. Ὕμν. 5. 8· ― θηλ. πορθμεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 4961.