καρδιόπληκτος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόπληκτος Medium diacritics: καρδιόπληκτος Low diacritics: καρδιόπληκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardióplēktos Transliteration B: kardioplēktos Transliteration C: kardiopliktos Beta Code: kardio/plhktos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ἐμβρόντητος, Sch.X.An.3.4.12 (ed. L. Dindorf).

German (Pape)

[Seite 1326] im Herzen getroffen, Sp.

Greek Monolingual

καρδιόπληκτος, -ον (Α)
(σχόλ.) αυτός που έχει πληγεί στην καρδιά από φόβο ή που έχει εκπλαγεί, εμβρόντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος, φαντασιό-πληκτος].