ἐπείκελος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
dub. l. for ἐπιείκελος, Opp.C.2.167.
German (Pape)
[Seite 910] = ἐπιείκελος, Opp. C. 2, 167.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείκελος: ἐπιείκελος, Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3398. 4· παρὰ τῷ Ὀππ. ἐν Κυνηγ. 2. 167, ἴσως γναμπτοῖς ἐπιείκελοι εἶναι ἡ διάφ. γραφή.