συρμαΐζω

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμαΐζω Medium diacritics: συρμαΐζω Low diacritics: συρμαΐζω Capitals: ΣΥΡΜΑΪΖΩ
Transliteration A: syrmaḯzō Transliteration B: syrmaizō Transliteration C: syrmaizo Beta Code: surmai/+zw

English (LSJ)

take an emetic or purge, of the Egyptians, συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι Hdt.2.77, cf. Ael.NA5.46, Ps.-Diocl. ap. Paul.Aeg.1.100.

French (Bailly abrégé)

prendre un purgatif, se purger.
Étymologie: συρμαία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμαΐζω [συρμαία] rammenas als braakmiddel gebruiken.

German (Pape)

ein Brech-, Purgiermittel brauchen, den Leib damit reinigen, Her. 2.77.

Russian (Dvoretsky)

συρμαΐζω: принимать слабительное Her.

Greek (Liddell-Scott)

συρμαΐζω: ποιοῦμαι χρῆσιν ἐμετικοῦ ἢ καθαρσίου, ἐπὶ τῶν Αἰγυπτίων, συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμετοῖσι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι Ἡρόδ. 2. 77, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 46.

Greek Monolingual

Α συρμαία
(για τους Αιγυπτίους) παίρνω συρμαία ως καθαρτικό φάρμακο («συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

συρμαΐζω: μέλ. -σω, κάνω χρήση εμετικού ή καθαρτικού φαρμάκου, λέγεται για τους Αιγυπτίους, σε Ηρόδ.