κανηφορέω

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορέω Medium diacritics: κανηφορέω Low diacritics: κανηφορέω Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kanēphoréō Transliteration B: kanēphoreō Transliteration C: kaniforeo Beta Code: kanhfore/w

English (LSJ)

carry a basket, Ph.2.55, al.; esp. carry the sacred basket in procession, Ar.Lys.646, al., IG2.1204, al., 3.921; κ. Παναθηναίοις Arist.Ath.18.2; also κανηφορήσασαν Δήλια καὶ Ἀπολλώνια Durrbach Choix d' Inscriptions de Délos 115 (ii B.C.); τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ Plu.2.772a; Ἴσιδι CIG2298 (Delos), cf. 3602 (Ilium).

German (Pape)

[Seite 1320] den Korb mit den heiligen Geräthen in der Procession tragen, wozu man die schönsten Jungseauen auswählte, Ar. Lys. 646. 1194; τῷ Διΐ Plut. amator. narr. 1; Inscr.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être canéphore.
Étymologie: κανηφόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορέω: культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.

Greek Monotonic

κᾰνηφορέω: μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορέω: φέρω τὸ ἱερὸν κάνιστρον ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε κανηφόρος.

Middle Liddell

κᾰνηφορέω, fut. -ήσω
to carry the sacred basket in procession, Ar. [from κανηφόρος