λέπος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
εος, τό, (λέπω) rind, husk, scale, Alex.266.7, Dsc.1.40; κυάμου Luc.Icar.19; σταφίδος Nic.Th.943; ἰχθύων λέπη Poll.6.51, 94.
German (Pape)
[Seite 29] τό, Rinde, Schale, wie λεπίς; σταφίδος, Nic. Ther. 943; κυάμου, Luc. Icarom. 19; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51. 94.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
cosse de fève.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.
Russian (Dvoretsky)
λέπος: εος τό λέπω оболочка, кожица или стручок (κυάμου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
λέπος: τό, (λέπω) λεπίς, φλοιός, «λέπι», Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· κυάμου Λουκ. Ἰκαρ. 19· σταφίδος Νικ. Θηρ. 943· ἰχθύων λέπη Πολυδ. ϛʹ, 51, 94.
Greek Monolingual
το (Α λέπος) λέπω
λέπι ή φολίδα
αρχ.
φλοιός, κέλυφος («κυάμου λέπος», Λουκ.).