μεγιστότιμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, most honoured, Δίκα A.Supp.709 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très honoré.
Étymologie: μέγιστος, τιμή.
German (Pape)
[τῑ], am höchsten geehrt, Δίκη, Aesch. Suppl. 690.
Russian (Dvoretsky)
μεγιστότῑμος: окруженный величайшим почитанием (Δίκη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγιστότῑμος: -ον, ὁ τὰ μέγιστα τετιμημένος, ἔντιμος, Δίκη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 709.
Greek Monolingual
μεγιστότιμος, -ον (Α)
πάρα πολύ τιμημένος, εντιμότατος («τόδ' ἐν θεσμίοις Δίκας γέγραπται μεγιστοτίμου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγάτιμος].