μετοικιστής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
μετοικιστοῦ, ὁ, emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.
German (Pape)
[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Übersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d'étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.
Russian (Dvoretsky)
μετοικιστής: οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.
Greek Monolingual
μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.
Greek Monotonic
μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μετοικιστής, οῦ, ὁ, μετοικίζω
an emigrant, Plut.