μετοικιστής

From LSJ
Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικιστής Medium diacritics: μετοικιστής Low diacritics: μετοικιστής Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: metoikistḗs Transliteration B: metoikistēs Transliteration C: metoikistis Beta Code: metoikisth/s

English (LSJ)

μετοικιστοῦ, ὁ, emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.

German (Pape)

[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Übersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d'étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.

Russian (Dvoretsky)

μετοικιστής: οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.

Greek Monolingual

μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.

Greek Monotonic

μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μετοικιστής, οῦ, ὁ, μετοικίζω
an emigrant, Plut.