μωρολόγημα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
-ατος, τό, sillytale, Epicur.Fr.228 (pl.).
German (Pape)
[Seite 226] τό, einfältige Rede, Erzählung, Plut. non posse 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
langage insensé.
Étymologie: μωρολογέω.
Russian (Dvoretsky)
μωρολόγημα: ατος τό глупые речи, глупости, вздор Epicur. ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μωρολόγημα: τό, μωρός, ἀνόητος λόγος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1087Α.