προσφορέω
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
bring to, bring in, τὰ ὅπλα Hdt.1.82; [τὰ δράγματα] X.HG7.2.8.
German (Pape)
[Seite 787] = προσφέρω; Her. 1, 82; Xen. Hell. 7, 2, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter.
Étymologie: πρός, φορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φορέω brengen naar.
Russian (Dvoretsky)
προσφορέω: приносить Her., Eur., Men.
Greek (Liddell-Scott)
προσφορέω: φέρω πρός τι, εἰσάγω, προσάγω, τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 1. 82, 5· τὰ δράγματα Ξεν. Ἑλλ. 7, 2, 8· τῷ θανόντι δῶρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158.
Greek Monotonic
προσφορέω: φέρνω προς, εισάγω, προσάγω, σε Ηρόδ., Ξεν.