συμπαιστής

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαιστής Medium diacritics: συμπαιστής Low diacritics: συμπαιστής Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sympaistḗs Transliteration B: sympaistēs Transliteration C: sympaistis Beta Code: sumpaisth/s

English (LSJ)

συμπαιστοῦ, ὁ, playmate, playfellow, Pl.Min.319e, Ael.NA14.28:—fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.Ra.413, Hld.2.24, 7.14.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, = συμπαίκτης; καὶ συμπότης τοῦ Διός, Plat. Minos 319 e; Ael. H. A. 14, 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de jeux.
Étymologie: συμπαίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαιστής -ου, ὁ [συμπαίζω] medespeler, speelkameraad.

Russian (Dvoretsky)

συμπαιστής: οῦ ὁ Plat. = συμπαίκτωρ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α συμπαίζω
συμπαίκτης.

Greek Monotonic

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, σύντροφος στο παιχνίδι, σε Πλάτ.· θηλ. συμπαίστρια, , σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαιστής: -οῦ, ὁ, συμπαίκτης, συμπαίκτωρ, Πλάτ. Μίνως 319Ε, Αἰλ. π. Ζ. 14. 28.

Middle Liddell

συμπαιστής, οῦ, ὁ,
a playmate, playfellow, Plat.:— fem. συμπαίστρια, ἡ, Ar.