τορεία
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
English (LSJ)
ἡ,
A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25.
2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.
Russian (Dvoretsky)
τορεία: ἡ рельефное изображение, выпуклая резьба (γλυφαὶ καὶ τορεῖαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.
Greek Monolingual
ἡ, Α τορεύω
η τέχνη του τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο.
Greek Monotonic
τορεία: ἡ (τορεύω), γλυπτό σε ανάγλυφο, σε Πλούτ.