ἀπέπειρος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ἀπέπειρον, unripe, ὀπώρα AP9.78 (Leon.).
Spanish (DGE)
-ον verde, inmaduro ὀπώρη AP 9.78 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 287] ὀπώρη, unreif, Leon. Tar. 44 (IX, 78).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non mûr.
Étymologie: ἀ, πέπειρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέπειρος: незрелый (ὀπώρη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέπειρος: -ον, ὁ μὴ πέπειρος, ἄωρος, ὁ παράκαιρος, Ἀνθ. Π. 9. 78.
Greek Monotonic
ἀπέπειρος: -ον, άωρος, παράκαιρος.