ἀποσκόπιος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἀποσκόπιον, far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).
Spanish (DGE)
-ον
lejos del blanco ἀφάμαρτον Ptol.SHell.712.3 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'écarte du but.
Étymologie: ἀπόσκοπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκόπιος: бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.
Greek Monotonic
ἀποσκόπιος: -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.