ἀπειλητήριος

From LSJ
Revision as of 12:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητήριος Medium diacritics: ἀπειλητήριος Low diacritics: απειλητήριος Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: apeilētḗrios Transliteration B: apeilētērios Transliteration C: apeilitirios Beta Code: a)peilhth/rios

English (LSJ)

α, ον, of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.

Spanish (DGE)

-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητήριος: грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.

Greek Monolingual

ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.

Greek Monotonic

ἀπειλητήριος: -α, -ον (ἀπειλέω), απειλητικός, αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, λόγοι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀπειλέω
of or for threatening, λόγοι Hdt.