ἁλιγενής

From LSJ
Revision as of 09:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιγενής Medium diacritics: ἁλιγενής Low diacritics: αλιγενής Capitals: ΑΛΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: haligenḗs Transliteration B: haligenēs Transliteration C: aligenis Beta Code: a(ligenh/s

English (LSJ)

ἁλιγενές, sea-born, of Aphrodite, Plu.2.685f.

Spanish (DGE)

-ές nacido en el mar de Afrodita, Plu.2.685e, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerentsprossen, Ἀφροδίτη bei Plut. Symp. 5, 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιγενής: рожденная морем (Ἀφροδίτη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιγενής: -ές, ὁ ἐκ θαλάσσης γεννηθείς, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Πλούτ. 2. 685 Ε.

Greek Monolingual

ἁλιγενής, -ὲς (Α)
(κυρίως για την Αφροδίτη) αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα ή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (ἅλς) + -γενὴς (< γένος < γίγνομαι)].