θυσανωτός
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
θυσανωτή, θυσανωτόν, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189; ἔνδυμα J.BJ5.5.7.
German (Pape)
[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
garni de franges, d'une bordure.
Étymologie: θύσανος.
Russian (Dvoretsky)
θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.
Greek Monotonic
θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]