τοιουτότροπος

Revision as of 16:39, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, of such fashion or kind, such-like, Hdt. 7.226, Hp.Prog.24, Art.42, Th.2.8,13, Pl.Lg.735e, Epicur.Ep.1p.29U., etc. Adv. τοιουτό-πως Hp.Art.44, Tz.ad Lyc.492, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1125] von solcher Art u. Weise, dergleichen, solcherlei; ὅσα τῶν φαρμάκων τοιουτότροπα, Plat. Legg. V, 735 e; Phaedr. 240 b u. A.; adv. τοιουτοτρόπως, Her. 7, 226; Thuc. 2, 13. 4, 25; Arist. plant. 1, 4; Epicur. bei D. L. 10, 79; S. Emp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de telle sorte, de la même sorte.
Étymologie: τοιοῦτος, τρόπος.

Russian (Dvoretsky)

τοιουτότροπος: такого же вида (типа, рода), в том же роде, подобный же Her., Thuc., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τοιουτότροπος: -ον, ὁ τοιοῦτος τὸν τρόπον ἢ τὸ εἶδος τοιοῦτος, ταῦτα καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα Ἡρόδ· 7. 226, Ἱππ. Προγν. 46, π. Ἄρθρ. 808· εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι Θουκ. 2. 8· εἴ τοι τοιουτότροπον ἐγένετο αὐτόθι 13, Πλάτ., κλπ. ἴδε Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 79. Ἐπίρρ. -πως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
τέτοιος, τέτοιας λογήςεἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.).
επίρρ...
τοιουτοτρόπως ΝΜΑ
κατ' αυτόν τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιότροπος)].

Greek Monotonic

τοιουτότροπος: -ον, τέτοιος στον τρόπο ή το είδος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

τοιουτό-τροπος, ον,
of such kind, such like, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

of such a kind, of such a sort, of such kind