Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκηνορράφος

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνορρᾰ́φος Medium diacritics: σκηνορράφος Low diacritics: σκηνορράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnorráphos Transliteration B: skēnorraphos Transliteration C: skinorrafos Beta Code: skhnorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ῥάπτω) sewing tents: as substantive, tentmaker, Ael.VH2.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολορράφος].

German (Pape)

Zelte nähend, machend, ὁ σκ., Zeltnäher, Zeltmacher, Ael. V.H. 2.1 und andere Spätere