ἐσηλυσίη
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ἡ,=εἰσέλευσις, AP9.625 (Maced.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
action d'entrer, entrée.
Étymologie: εἰς, ἐλεύσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσηλῠσίη: ἡ, = εἰσέλευσις, Ἀνθ. Π. 9. 625.
Greek Monotonic
ἐσηλῠσίη: ἡ, = εἰσέλευσις, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐσηλῠσίη, ἡ, = εἰσέλευσις, Anth.]