ἡγητής
From LSJ
English (LSJ)
ἡγητοῦ, ὁ, = ἡγητήρ, a guide, νόσφιν ἡγητῶν A.Supp. 239.
German (Pape)
[Seite 1152] ὁ, = ἡγητήρ, Aesch. Suppl. 236.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
conducteur, guide.
Étymologie: ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἡγητής: οῦ ὁ Aesch. - ἡγητήρ 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγητής: -οῦ, ὁ, = ἡγητήρ, ὁδηγός, νόσφιν ἡγητῶν Αἰσχύλ. Ἱκετ. 239. 2) εἶδος ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 70.
Greek Monolingual
ἡγητής, ὁ (Α) ηγούμαι
καθοδηγητής, οδηγός.