δακρύρροος
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
δακρύρροον, flowing with tears, E.Supp.773; τέκνων πηγαί Id.HF98.
Spanish (DGE)
-ον
que deja correr lágrimas δι' ὄσσων νᾶμ' ἔχων δακρύρροον manteniendo en mis ojos una fuente de lágrimas E.Ph.370, δακρυρρόους τέκνων πηγὰς ἀφαίρει E.HF 98
•acompañado de lágrimas ᾍδου τε μολπὰς ἐκχέω δακρυρρόους E.Supp.773.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui fond en larmes.
Étymologie: δάκρυ, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακρύρροος -ον [δάκρυ, ῥέω] stromend van tranen.
German (Pape)
in Tränen fließend, Eur. Suppl. 772, Herc.Fur. 98.
Russian (Dvoretsky)
δακρύρροος: обливающийся слезами Eur.
Greek Monolingual
δακρύρροος, -ον (AM)
όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς-ρους < ρέω].
Greek Monotonic
δακρύρροος: -ον (ῥέω), αυτός που χύνει δάκρυα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δακρύρροος: -ον, ὁ ῥέων δάκρυα, Εὐρ. Ἱκέτ. 773, Ἡρ. Μαιν. 98.
Middle Liddell
[ῥέω]
flowing with tears, Eur.