ἄνοιγμα
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ατος, τό,
A opening, door, LXX3 Ki.14.6 (cod. Alex.); value, Zos.Alch.p.225B., etc. II ἄ. σφαίρας, used of the diameter of a sphere, IGRom.4.503.12 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 239] τό, Oeffnung, Thür, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοιγμα: -ατος, τό, μέρος ἀνοικτόν, θύρα, Ἑβδ. (Βασιλ. Γ´, ιδ´, 6, Ἀλεξανδρ. Κῶδ.), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἐτυμ. Μ. 349. 54. ΙΙ. ἔκτασις, διάστημα (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 12. - Ὡσαύτως ἀνοιγμός, ὁ, Βυζ.