ἀνεκφοίτητος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον,
A not proceeding or emanating: hence, inseparable from .., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl.inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.
German (Pape)
[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.