δυσυποχώρητος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A gloss on δυσύποιστος, Suid.
German (Pape)
[Seite 689] Suid. Erkl. von δυσύποιστος.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. difícil de evacuar o eliminar por defecación, de alimentos τὰ δυσυποχώρητα Archig. en Aët.11.30.
2 insoportable Sud.s.u. δυσύποιστος.