δυσυποχώρητος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
gloss on δυσύποιστος, Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 medic. difícil de evacuar o eliminar por defecación, de alimentos τὰ δυσυποχώρητα Archig. en Aët.11.30.
2 insoportable Sud.s.u. δυσύποιστος.
German (Pape)
[Seite 689] Suid. Erkl. von δυσύποιστος.