ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: μονογᾰμέω | Medium diacritics: μονογαμέω | Low diacritics: μονογαμέω | Capitals: ΜΟΝΟΓΑΜΕΩ |
Transliteration A: monogaméō | Transliteration B: monogameō | Transliteration C: monogameo | Beta Code: monogame/w |
A to be the husband of one wife, Cat.Cod.Astr.2.209.
[Seite 202] nur eine Frau heirathen, K. S.
μονογᾰμέω: (μονόγαμος) λαμβάνω μίαν μόνην γυναῖκα, τοῦ Θεοῦ τῷ καιρῷ τῆς ὀλιγανθρωπίας μονογαμεῖν θεσπίσαντος Θεόδωρ. Ἀβουκ. 1556Α.