ψαλιδόστομος

From LSJ
Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδόστομος Medium diacritics: ψαλιδόστομος Low diacritics: ψαλιδόστομος Capitals: ΨΑΛΙΔΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: psalidóstomos Transliteration B: psalidostomos Transliteration C: psalidostomos Beta Code: yalido/stomos

English (LSJ)

ψαλιδόστομον, nipper-mouthed, Com. epithet of crabs, Batr.295.

German (Pape)

[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

ψᾰλῐδόστομος: со ртом как ножницы, клещеротый (καρκίνοι Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.

Greek Monolingual

-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκόστομος].

Greek Monotonic

ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ψᾰλῐδό-στομος, ον,
nipper-mouthed, of a crab, Batr.