σίκχος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
εος, τό, = βδέλυγμα, Sm.Ez.7.19, al.:—also σικχότης, ητος, ἡ, Eust.972.35.
Greek (Liddell-Scott)
σίκχος: -εος, τό, = βδέλυγμα, Σύμμαχ. ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - ὡσαύτως σικχότης, -ητος, ἡ, Εὐστ. 972. 35.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικχός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. στεῖνος, μάκρος)].