ὀδυναρός
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
Doric for ὀδυνηρός (painful, distressing).
Russian (Dvoretsky)
ὀδῠνᾱρός: дор. = ὀδυνηρός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνᾱρός: Δωρ. ἀντὶ ὀδυνηρός.
English (Slater)
ὀδῠνᾱρός, ὀδυνηρός painful ἕλκος ὀδυναρὸν acc. (P. 2.91) πρὶν ὀδυνηρᾰ γήραος σμολεῖν (σταθμὰ Wil.: σχεδὸν G-H: ὀδυναρὰ coni. Schr., v. Forssman, 149ff.) (Pae. 1.1)
Greek Monotonic
ὀδυνᾱρός: Δωρ. αντί ὀδυνηρός.