νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Full diacritics: στρέφωσις | Medium diacritics: στρέφωσις | Low diacritics: στρέφωσις | Capitals: ΣΤΡΕΦΩΣΙΣ |
Transliteration A: stréphōsis | Transliteration B: strephōsis | Transliteration C: strefosis | Beta Code: stre/fwsis |
κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).
[Seite 954] ἡ, = στέρφωσις, Hesych.
στρέφωσις: -εως, ἡ, (στρεφόω) = στέρφωσις, «κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη» Ἡσύχ.