ξυστιδωτός

From LSJ
Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστῐδωτός Medium diacritics: ξυστιδωτός Low diacritics: ξυστιδωτός Capitals: ΞΥΣΤΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: xystidōtós Transliteration B: xystidōtos Transliteration C: ksystidotos Beta Code: custidwto/s

English (LSJ)

(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II) garment with ornament in strigil form (†), IG22.1514.11.

German (Pape)

[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.

Greek Monolingual

ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδωτός, λεπιδωτός)].