αἱματῖτις
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Spanish (DGE)
-ῐδος
I 1anat. que lleva sangre, sanguíneo φλέβες Hp.Morb.Sacr.15.2, Ep.19
•como subst. ἡ αἱματῖτις (sc. φλέψ) la vena sanguínea Hp.Haem.4.
2 hecho con sangre αἱματῖτις χορδή = morcilla de sangre Sophil.6.
II subst. ἡ αἱματῖτις
1 prob. tinte rojo sangre Arist.Col.797a6.
2 mineral. hematites Thphr.Lap.37, Plin.HN 37.169, αἱ. λίθος Gal.12.193, cf. prob. Alch.Fr.Pap.2.12.
German (Pape)
fem. zu αἱματίτης, z.B. φλέψ, Blutader, Hippocr.; χορδή, Blutwurst, Sophil. com. Ath. III.125e.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματίτης -ου αἷμα f. αἱματῖτις -τιδος, als adj. bloed-:. τὰς φλέβας τὰς αἱματίτιδας de bloedvaten Hp. Morb. Sacr. 18.
Greek Monolingual
ο (Α αἱματίτης) (Α και θηλ. αἱματῖτις)
ο όμοιος με αίμα
«αιματίτης λίθος», λίθος που περιέχει σίδηρο (κν. αιματοστάτης και αιμοστάτης), φυσικό οξείδιο του σιδήρου Fe2O3 (αλλ. ολίγιστο)
αρχ.
1. «αἱματῖτις φλέψ», η φλέβα ως αγωγός αίματος
2. «εἰλεὸς αἱματίτης», πάθηση εντερική που οφείλεται σε συστροφή και απόφραξη του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. μσν. αἱματῖται].